εὐπαρατήρητος

εὐπαρατήρητος
εὐπαρα-τήρητος, ον,
A noticeable, σολοικισμός [Hdn.Gr.] post Lex.Vind.p.307 N.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὐπαρατήρητος — noticeable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπαρατήρητος — η, ο (Α εὐπαρατήρητος, ον) [παρατηρώ] αυτός που παρατηρείται εύκολα, που διακρίνεται εύκολα, ο ευδιάκριτος νεοελλ. ο άξιος παρατηρήσεως, ο αξιοσημείωτος …   Dictionary of Greek

  • εὐπαρατήρητον — εὐπαρατήρητος noticeable masc/fem acc sg εὐπαρατήρητος noticeable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”